σκηνοποιώ

σκηνοποιώ
-έω, Α [σκηνοποιός (Ι)]
1. κατασκευάζω σκηνή ή καλύβα
2. κάνω κάτι ορατό, ευδιάκριτο, πασιφανές («οὐ χρυσὸς ἐκείνην ἐκόσμησε τέχνῃ πονηθεὶς... οὐ... βοστρύχων ἕλικες καὶ σοφίσματα σκηνοποιούντων τὴν τιμίαν κεφαλὴν ἀτιμότατα», Γρηγ. Ναζ.)
3. μέσ. σκηνοποιοῡμαι, -έομαι
α) κατασκευάζω σκηνή ή καλύβα για τον εαυτό μου
β) σχηματίζω θόλο, ουρανό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σκηνοποιῷ — σκηνοποιός tentmaker masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκανοπαγούμαι — έομαι, Α κατασκευάζω σκηνή ή καλύβα, σκηνοποιῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκανά, δωρ. τ. τού σκηνή + παγοῦμαι (< θ. παγ τού πήγνυμι)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”