- σκηνοποιώ
- -έω, Α [σκηνοποιός (Ι)]1. κατασκευάζω σκηνή ή καλύβα2. κάνω κάτι ορατό, ευδιάκριτο, πασιφανές («οὐ χρυσὸς ἐκείνην ἐκόσμησε τέχνῃ πονηθεὶς... οὐ... βοστρύχων ἕλικες καὶ σοφίσματα σκηνοποιούντων τὴν τιμίαν κεφαλὴν ἀτιμότατα», Γρηγ. Ναζ.)3. μέσ. σκηνοποιοῡμαι, -έομαια) κατασκευάζω σκηνή ή καλύβα για τον εαυτό μουβ) σχηματίζω θόλο, ουρανό.
Dictionary of Greek. 2013.